τεταρτημόριο

τεταρτημόριο
το / τεταρτημόριον, ΝΑ, και συντετμημένος τ. ταρτημόριον και δωρ. τ. ταρταμόριον Α
1. το ένα από τα τέσσερα ίσα μέρη στα οποία έχει διαιρεθεί ένα όλο
2. μαθημ. καθένας από τους τέσσερεις ίσους τομείς στους οποίους διαιρούν την επιφάνεια ενός κύκλου δύο κάθετες μεταξύ τους διάμετροί του
νεοελλ.
1. μουσ. το μικρότερο διάστημα τού ημιτονίου το οποίο τό χωρίζει σε δύο ίσα μέρη
2. (τροφ. τεχνολ.) (στον τεμαχισμό τών σφαγίων) το ήμισυ τού ημιμορίου βοοειδών (α. «πρόσθιο τεταρτημόριο» β. «οπίσθιο τεταρτημόριο»)
αρχ.
1. το ένα τέταρτο τού οβολού, τής κοτύλης, τού αττ. μέτρου χωρητικότητας τών υγρών καθώς και το ένα τέταρτο τού ασσαρίου, ρωμαϊκού χάλκινου νομίσματος μικρής αξίας
2. μουσ. το ένα τέταρτο τού τόνου, δηλαδή το ήμισυ διέσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέταρτος + μόριον (πρβλ. δεκατη-μόριον, ογδοη-μόριον). Το -η- τών τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τεταρτημόριο — το 1. το ένα από τα τέσσερα μέρη στα οποία διαιρέθηκε ένα όλο. 2. διάστημα που χωρίζει το ημιτόνιο σε δύο ίσα μέρη στη μουσική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιστάθμιση — Στην τεχνολογία, α. ονομάζεται μια διαδικασία ή διάταξη (αντισταθμιστική) με την οποία επιδιώκεται η εξάλειψη συγκεκριμένης ενέργειας που δεν είναι επιθυμητή. Η λειτουργία πολλών οργάνων και συσκευών αλλοιώνεται για παράδειγμα, από τις… …   Dictionary of Greek

  • ημιανοψία — Η απώλεια του μισού οπτικού πεδίου στον ένα (ετερόπλευρη) ή και στους δύο (αμφοτερόπλευρη) οφθαλμούς. Διακρίνεται σε ετερώνυμη, οπότεχάνονται είτε τα εξωτερικά (κροταφικά) είτε τα εσωτερικά (ρινικά) μισά του πεδίου της όρασης, και σε ομώνυμη,… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • κόγχη — και κόχη, η (AM κόγχη) 1. το κέλυφος τών μαλακίων υδροβίων και ιδιαίτερα τών διθύρων, κοχύλι, όστρακο («ἰχθύες τε ἐν ἀμφοτέροις ἔνεισι καὶ κόγχαι», Ξεν.) 2. καθετί που μοιάζει με κοχύλι ως προς το σχήμα και ιδιαίτερα κάθε κοίλωμα οστού ή οργάνου… …   Dictionary of Greek

  • μηνιαίος — α, ο (ΑΜ μηνιαῑος, α, ον, Α θηλ. και μηνιαῑος) [μήν] 1. αυτός που συμβαίνει, γίνεται ή εμφανίζεται κάθε μήνα (α. «μηνιαίο περιοδικό» β. «περίοδον μηνιαίαν», Στράβ.) 2. αυτός που διαρκεί έναν μήνα ή αυτός που αντιστοιχεί σε έναν μήνα («μηνιαία… …   Dictionary of Greek

  • ταρτημόριον — και δωρ. τ. ταρταμόριον, τὸ, Α (συντετμημένος τ.) βλ. τεταρτημόριο …   Dictionary of Greek

  • τετάρτι — το, Μ [τέταρτος] 1. το τεταρτημόριο 2. (ιδίως) το ένα από τα τέσσερα μέρη ενός σφαγίου («το μπροστινό τετάρτι») …   Dictionary of Greek

  • τεταρτημορίδιον — τὸ, Α [τεταρτημόριον] το τεταρτημόριο …   Dictionary of Greek

  • τεταρτημορίς — ίδος, ἡ, Α το ένα τέταρτο ενός όλου, το τεταρτημόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεταρτημόριον + επίθημα ίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”